λαζούρι(ον)

λαζούρι(ον)
τό
1) лазуревый камень; 2) лазурь, небесно-голубой цвет

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "λαζούρι(ον)" в других словарях:

  • λαζούρι — το (Μ λαζούριον και λαζούριν) 1. ημιπολύτιμος λίθος με κυανό χρώμα, ο λαζουρίτης 2. συνεκδ. το κυανό χρώμα νεοελλ. νήμα χρωματισμένο με ανεξίτηλο κυανό χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λαζούριον < αραβ. (al ) lāzaward < περσ. lājward, lāzhward = lapis… …   Dictionary of Greek

  • αζούρι — το ο κύανος τών αρχαίων, ημιπολύτιμος λίθος γαλάζιου χρώματος, λαζουρόλιθος, λαζούρι …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»